- καταρριζώ
- καταρριζῶ, -όω (Α)1. κάνω κάτι να ριζώσει, φυτεύω στερεά2. στερεώνω3. παθ. καταρριζοῡμαι, -όομαια) αποκτώ ρίζεςβ) καταλήγω κάπου («σύριγγος κατερριζωμένης»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταρρίζωμα — καταρρίζωμα, τὸ (Α) [καταρριζώ] 1. η ρίζα, το θεμέλιο 2. η στερέωση … Dictionary of Greek